- μπιμπιλώνω
- βλ. μπιρμπιλώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπιμπιλώνω — μπιμπίλωσα, στολίζω ύφασμα με μπιμπίλες (στρίφωμα, γαρνιτούρα, δαντέλα): Μπιμπίλωσε τα κουρτινάκια της κουζίνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπιρμπιλώνω — και μπιμπιλώνω [μπιρμπίλα] 1. στολίζω εσώρουχο, μαντίλι, κέντημα με μπιρμπίλα, διακοσμώ με μπιρμπίλες 2. ρελιάζω, στριφώνω … Dictionary of Greek
bibil — bibíl (bibíluri), s.m. – Broderie cu fire colorate; se aplică mai ales la extremităţi (mîneci şi gît) la cămăşi si bluze. – Mr. birbil’u. ngr. μπιμπίλα tiv , μπιμπιλώνω a broda (Cihac, II, 639; Gáldi 156). Trimis de blaurb, 14.11.2008. Sursa: DER … Dicționar Român